ἐμμέθοδος, -ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico
ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοιS.E.M.1.188,
λόγοςS.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29,
χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίουGal.14.780,
ἀποφυγήAristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar.
τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασταιProcl.Hyp.6.2
•subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad
λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖονPh.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente
σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομενHero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188,
ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳAsp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29,
τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψεSimp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.