< ἐμμιαίνω
ἔμμιλτος >
ἐμμιγνύω
involucrar en
c. ac. del pron. refl.
εἰς τοιαῦτα ἑαυτοὺς ἐμμιγνύειν μύση
Iust.
Nou
.117.15, cf. ἐμμείγνυμι.