ἐμμενετικός, -ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενη- Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I
ἐ. τῷ λογισμῷque se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11,
τῇ δόξῃArist.EN 1151b5,
καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσιChrysipp.l.c., c. gen.
ἕξις ἐ. νόμουPl.l.c.
•que resiste
ἐν τῷ πολέμῳSch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra
τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβληταSch.Luc.VH 33.
II adv. -ῶς con firmeza, manteniéndose firme
εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ.Chrysipp.Stoic.3.73.1.