ἐμμειδιάω
sonreír, manifestar contento c. suj. anim.
αἱ κύνες ... ἐμμειδιῶσαι ... πρὸς τὰ ἴχνηX.Cyn.4.3
•fig. c. suj. abstr.
τις ἀρετῶσα διάνοια ... ἐνεμειδίασε χαρᾶς ἐγκύμωνPh.2.280,
ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς ... τὸ μετόπωρον τοῦ κάλλουςel otoño de tu belleza sonríe en tus ojos y en tus mejillas Philostr.Ep.51.