< ἐμμᾰπέως
ἐμμάρτυρος >
ἐμμαραίνομαι
perder vigor
,
marchitarse
καθάπερ τι βλάστημα τοῖς τῆς γῆς κόλποις ἐμμαραινόμενον
Basil.M.31.1357C.