< ἔμμα
ἐμμαίνομαι >
ἐμμαγεῖον
,
-ου, τό
lo moldeable
,
lo que recibe la forma
ἡ ὕλη ὡς ... ἐ. πᾶσι προκειμένη τοῖς εἴδεσιν
Procl.
in Cra
.p.104 (quizá l. ἐκμ-).