< ἐμετοποιία
ἔμετος >
ἐμετοποιός
,
-όν
medic.
emético
,
vomitivo
ὁ δὲ ποτάμιος (κοχλίας) ... ταρακτικὸς κοιλίας καὶ στομάχου, ἐμετοποιός
Dsc.2.9.1.