< ἐμετικός
ἐμετοποιία >
ἐμετοποιέομαι
• Morfología:
[jón. part. -ποιεύμενος Hp.
Int
.38]
purgar mediante la provocación de vómitos
τὴν ... ἄνω κοιλίην ἐμετοποιεύμενος καθαρήν
Hp.l.c.