< ἐμβᾰσίκοιτος
ἐμβασιλεύω >
ἐμβᾰσίλευμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[-σῐ-]
reino
,
sede real
de un dios
(Μίλατος) Φοίβου κλυτὸν ἐ.
Didyma
229.2.9 (I a.C.), cf. Chrys.M.37.423A.