< ἐμβασανίζω
ἐμβασικοίτας >
ἐμβάσανος
,
-ον
• Grafía:
graf. ἐνβ-
torturante
δραπετεύειν τὸν ἀπὸ τοῦ μαρτυρίου πόλεμον ἐμβάσανον
Ammon.
Ac
.M.85.1545A.