< ἐμβαδεύω
ἐμβαδίζω >
ἐμβάδια
,
-ων, τά
• Prosodia:
[-ᾰ-]
un tipo de
abarcas
o
zapatillas
τἀμβάδι' ἡμῶν περικωνεῖ
Ar.
V
.600, cf.
Pl
.847, 941.