< ἐμβύθιος
ἐμβυρσόω >
ἐμβυκανάω
convocar a toque
de trompa
τοὺς ... δημοτικοὺς ... κέρασι βοείοις ἐμβυκανῶντες
D.H.2.8, cf. βυκάνη.