< 2 ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος >
ἐμβρόχημα
,
-ματος, τό
medic.
embrocación
,
fomento
παραθήσομέν τι χλιαρὸν ἐμβρόχημα
Anon.Med.
Acut.Chron
.5.3.1.