ἐμβρόντητος, -ον
1 herido, fulminado por el rayo
ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητονde modo que un cuervo cayó como herido por el rayo D.C.36.30.3, de un perjuro
ἐγένετ' ἐμβρόντητοςAntiph.230.4.
2 fig. atronado, atónito, estúpido
ὦμβρόντητε σύAr.Ec.793, cf. D.18.243, Men.Pc.523, Dysc.441, Com.Adesp.1014.42, Luc.DDeor.15.1,
τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτουςa esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas Hp.Vict.1.35, cf. Pl.Alc.2.140c,
οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταίLuc.Tim.1, Philopatr.2,
οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσινAdam.1.6,
ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονταιHsch.H.Hom.16.4.14,
•de abstr. insensato, loco
σόφισμαPorph.Chr.35.