ἐμβρέχω
1 agr. regar, irrigar
ὕδασιν (φυτά)Nic.Al.237,
ἵνα ἡ βροχὴ κατιοῦσα ἐμβρέχῃ τὰ κέραταGp.4.2.
2 medic. aplicar embrocaciones o fomentos c. ac. de la parte interesada y a veces dat. instrum.
ἐμβρέχειν τοὺς ῥευματιζομένους στομάχους ἐρίοις οἰσυπηροῖςDsc.Eup.2.10.2,
τὸ πεπονθὸς ... ἐνέβρεξαν προσηνῶςPlu.2.74d, cf. Aët.5.63,
καὶ συνεχῶς ἔμβρεχε τὴν κεφαλήνGal.12.556, abs.
ἴσα μίξας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἔμβρεχεGal.12.555,
λιπαρῶς ἐμβρέχεινErot.31.3, pas.
τὰ μύρα ... μειγνύμενα φαρμάκοις καὶ ἐμβρεχόμεναDsc.1.42.2, cf. Eup.1.1,
ἑξῆς ἐμβρεχέσθω ὁ τόπος οἰνελαίῳHippiatr.Cant.7.3.
3 bañar, poner a remojo, empapar, macerar, mojar, humedecer
ἱμάτιαI.BI 3.187,
τὰ δέρματαen los líquidos para teñir, Sch.Ar.Eq.44c, cf. Nu.581b, en ritos de purificación
ἐνβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε>PMag.5.199, pas.
δακτύλου δὲ ἐμβρεχομένου εἰς ὕδωρEpiph.Const.Haer.42.11.17.57 (p.146), esp. en farm., c. n. de plantas o elementos medicamentosos
εἰς γλεύκους κεράμιον ... ἐλλεβόρου λευκοῦ λίτρας τὸ ἥμισυ ἔμβρεχεDsc.5.72.2,
ἔμβρεχε αὐτὰ ἐν ἑτέρῳ μέλιτιHippiatr.22.11, pas.
ἐμβρέχεσθαι δὲ τὸ κύμινον ὄξει δριμυτάτῳGal.6.265, cf. 12.553, Paul.Aeg.3.43.2, Alex.Trall.2.349.5
•alquim.
ἔμβρεχε τὸν κρύσταλλον ἠραιωμένονPHolm.62.