ἐμβρωματίζω


1 dar de comer ἐνεβρωμάτισεν αὐτό (τὸ τέκνον) Hierocl.Facet.236, cf. Hdn.Gr.1.455, EM 220.48G., Eust.840.24.

2 en v. med.-pas. comer τῆς δείλης ἐμβρωματισθείς Apollon.Lex.926, εἰς κόρον ἐμβρωματίζονται Eust.1461.21.