< ἐμβρυοτόμος
ἐμβρυουλκία >
ἐμβρυουλκέω
medic.
practicar una embriulcia
o
embriotomía
,
extraer el feto
muerto, Colum.7.3.16, en v. pas.
ἐμβρυουλκουμένου τοῦ ἐμβρύου
Sor.4.2.133.