ἐμβροντησία, -ας, ἡ
1 aturdimiento, necedad, estupidez Men.Sam.411,
ὑπερβολὴ ἐμβροντησίαςexceso de estupidez S.E.M.9.40,
ἄνευ ἀληθείας πίστις ἠλιθιότης ἔοικέ τις εἶναι καὶ ἐ.Iul.Gal.88.358e,
ἡ Ἰουδαίων ἐμβροντησίαThdt.Is.4.479.
2 locura Plu.2.1119b, Iust.Phil.1Apol.9.5,
τὰ πλεονεκτήματα ἐμβροντησίαν ᾤετοconsideraba locura las demasías Philostr.VS 619.