ἐμβολάς, -άδος
1 injertado
ἄπιοιArist.Fr.274.
2 subst. ἡ ἐ. injerto
συκαῖ μορεῶν ἐμβολάδας (δεδεγμέναι)higueras que han recibido injertos de moreras Plu.2.640b.
ἄπιοιArist.Fr.274.
συκαῖ μορεῶν ἐμβολάδας (δεδεγμέναι)higueras que han recibido injertos de moreras Plu.2.640b.