< ἐμβολοδέτης
ἔμβολον >
ἐμβολοειδής
,
-ές
en forma de perno
o
cuña
κατὰ σχῆμα ... ἐμβολοειδές
Ascl.
Tact
.7.2, cf. 3, Arr.
Tact
.16.6.