< ἐμβολιμαῖος
ἐμβόλιμος >
ἐμβολιμεύω
intercalar
pas.
κατὰ τὸν ὄγδοον ἐνιαυτὸν ἐμβολιμεύεσθαι τὰς λ̅ ἡμέρας
Epiph.Const.
Haer
.70.13.5, cf.
bis
.