< ἐμβλαστάνω
ἔμβλεμμα >
ἐμβλάστησις
,
-εως, ἡ
bot.
germinación
,
crecimiento
περὶ τὰς ἐμβλαστήσεις τὰς ἐν ἀλλήλοις
Thphr.
CP
5.4.5.