< ἐμβίβασις
ἐμβιβασμός >
ἐμβιβάσκω
• Morfología:
[inf. -βιβάσκεν]
introducir
,
meter dentro
πρόβατα εἰς τὸ τέμενος
IG
12(7).62.36 (Amorgos IV a.C.).