< ἐμβατταρίζω
ἐμβαφή >
ἐμβαφεία
,
-ας, ἡ
alquim.
inmersión
,
temple
ἔστι δὲ καὶ τῇ χρείᾳ κάλλιστον, καὶ τῇ ἐμβαφείᾳ
Moses 313.24.