< ἐμβάτης
ἐμβᾰτός >
ἐμβατικός
,
-όν
1
de baño
ἐ. θόλος
n. de una rotonda o piscina redonda en unas termas
POxy
.896.11 (IV d.C.), cf. ἐμβατός
II 1
.
2
v. ἐμβαδικός.