< ἐμβαθρικός
ἐμβαθύνους· >
ἐμβαθρωνός
,
-ή, -όν
jur.
debido al impago de un préstamo hipotecario
ὑπὸ ἐμβαθρωνὴν πρόσοδον
ITralleis
250.2.9 (III/IV d.C.).