ἐλάφιον, -ου, τό


1 zool. cervato ἐ. καὶ κυνάριον ἐπὶ βάσεως λιθίνης ID 1417B.2.65, cf. 15 (II a.C.), ἐλαφίου κέρας Gp.2.18.5.

2 bot. cicuta Hsch.