ἐλλοχάω
I
ἐλλοχῶν ... πελταστικὸς ἀνήρPl.Tht.165d
•c. suj. de anim. estar al acecho
μέλισσαιAel.NA 1.9,
λέαινα ...Ael.NA 3.21, cf. 13.6
•fig. c. suj. de abstr.
ὅτῳ ... ἐλλοχῶσιν αἱ πλεονεξίαι καὶ ἐπιθυμίαι τῶν ἀδικιῶνPh.2.253
•tb. fig., del fuego residual estar latente Ph.2.505.
2 en v. med. estar lleno de asechanzas
(τοῦ Νείλου) ταῖς δίναις ἐλλοχωμένου τοσούτοις κακοῖςAlciphr.4.18.16.
II tr. acechar c. suj. de anim.
(θηρίον Ἰνδικόν) ἀναιρεῖ δὲ ἀνθρώπους πολλούς. καὶ οὐ καθ' ἕνα ἐλλοχᾷCtes.45d,
οἱ δράκοντες ... ἐλλοχῶσι τὰς ποίμναςAel.NA 2.21, cf. 6.4,
οἱ πολύποδες ... τοὺς ἰχθῦς ἐλοχῶντεςAel.NA 7.11
•c. suj. de pers. aguardar emboscado
νεανίσκοι ... ἐνελόχησαν ἐπανιόντα (Σωκράτην)Ael.VH 9.29, cf. Fr.264
•fig. de pers., ref. al acoso sexual
ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατέκεισοPl.Smp.213b.