< ἐλλιμένιος
ἐλλιμενισμός >
ἐλλιμένισις
,
-εως, ἡ
arribada a puerto
Sch.Aristid.1.123.6,
ἀνεπιτήδειον ... εἰς ἐλλιμένισιν
Sch.S.
OT
196L.