ἐλλιμενιστής, -οῦ, ὁ
• Grafía: graf. ἐνλ- AB 251
oficial de aduanas en el puerto
ἅπερ (unas cajas) οἱ ἐλλιμενισταὶ ἀνοίξαντες ... κατεσημήναντοAen.Tact.29.5,
ἔκ τε τῆς ἀπογραφῆς τῆς ἐν Βοσπόρῳ παρὰ τοῖς ἐλλιμενισταῖςD.34.34, cf. Poll.6.128, AB l.c.