ἐλλιμενικός, -ή, -όν


del puerto, portuario ἀγορανομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικὰ ἢ ἐλλιμενικὰ ... τούτων τολμήσομέν τι νομοθετεῖν Pl.R.425d.