< Ἑλεία
ἐλείη >
ἐλείδιον
,
-ου, τό
dud.
pobrecito
οὐαί μοι τῷ ἐλειδίῳ
OClaud
.126.10 (II d.C.), pero quizá l. ἐλαδ-, cf.
BL
10.289.