< ἐλεφανταρχία
Ἐλεφαντεύς >
ἐλεφάντειος
,
-α, -ον
de elefante
(στέαρ)
Dsc.2.76.17,
κέρατα
Opp.
C
.2.500,
μορφή
Theodos.Gr.
Sp
.90.4.
• DMic.:
e-re-pa-te-jo
.