< ἐλεφαντόω
ἐλεφαντωτός >
ἐλεφαντώδης
,
-ες
• Morfología:
[plu. neutr. no contr. -δεα Aret.
SD
2.13.16]
que parece de elefante
ὦτα
Aret.l.c.,
ἄρθρον
Paul.Aeg.7.4.10,
σῶμα
Sud.s.u.
Ἐπαφρόδιτος
.