< ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντοθήρας >
ἐλεφαντόδετος
,
-ον
que tiene incrustaciones de marfil
θρόνοι
E.
IA
582,
φόρμιγξ
Ar.
Au
.218, cf. Synes.
Hymn
.7.2.