< ἐλελίσφακος
ἐλελίχθημα >
ἐλελίσφαξ
,
-φακος, ὁ
bot.
salvia
ἡ ῥίζα δὲ τοῦ σιλφίου καὶ ἐλελίσφακος
Eutecnius
Th.Par
.8.17.