ἐλεημονικός, -ή, -όν
1 compasivo, misericordioso
(πάντας) ἐλεημονικοὺς ποιεῖHom.Clem.3.26,
τρόποςDidym.Gen.92.14,
ἕξιςOlymp.M.93.588D
•neutr. subst. τὸ ἐ. compasión Eus.M.24.581B.
2 que inspira compasión
μέλοςPs.Callisth.1.46B.
(πάντας) ἐλεημονικοὺς ποιεῖHom.Clem.3.26,
τρόποςDidym.Gen.92.14,
ἕξιςOlymp.M.93.588D
μέλοςPs.Callisth.1.46B.