< ἐλεεινολογέομαι
ἐλεεινολογητέον >
ἐλεεινολόγημα
,
-ματος, τό
imploración
,
súplica
o
ruego lastimero
ἐναγώνιον ... παρέχειν καιρὸν τοῖς ἐλεεινολογήμασιν
Sch.
Il
.21.70.