ἐλεεινολογία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἐλεινο- Pl.Phdr.272a
ret. expresión lastimera, lamentación que mueve a compasión
βραχυλογία ... καὶ ἐ. καὶ δείνωσιςPl.l.c.,
πρὸς ἐλεεινολογίαν λέγεινAgatharch.21, cf. Hermog.Id.1.1 (p.223)
•gener.
ἐλεεινολογίᾳ τὸν θυμὸν διεκρούσωBas.Sel.Or.M.85.348C, cf. 237C, Sch.A.Th.51a, Eust.1353.37.