ἐλεγχής, -ές
1 de pers. cobarde, miserable
ἈργεῖοιIl.4.242, cf. 24.239, sup.
σε ... ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσινIl.2.285, compar.
ἐλεγχοτέρη[νEleg.Alex.Adesp.SHell.964.20
•de abstr. vergonzoso
ἐλέγχιστος πότμοςNonn.Par.Eu.Io.19.15.
2 que censura, que reprueba
ἐλεγχέα μῦθον ἀκούωνNonn.D.40.35.