< ἐλεγκτέος
ἐλεγκτικός >
ἐλεγκτήρ
,
-ῆρος, ὁ
el que aporta pruebas de culpabilidad
οὐ γὰρ μηνυτὴς οὐδ' ἐλεγκτὴρ τῶν ἀποκτεινάντων εἰμί
Antipho 2.4.3.