< ἐλεγειοποιός
Ἐλεγεύς >
ἐλεγεῖος
,
-α, -ον
métr.
elegíaco
δίστιχος
Ael.
VH
1.17,
ὁ στίχος
Eust.984.9, cf. tb. ἐλεγεῖον.