< ἐλαϊκός
ἐλάϊνος >
ἐλαΐνεος
,
-α, -ον
de olivo
ῥόπαλον
Od
.9.320,
μοχλός
Od
.9.394,
κλάδος
Maced.
Paean
3,
ξόανα
hex. en
PLouvre
93.14,
σχίζα
Orph.
L
.130.