ἐλαϊστήριον, -ου, τό
almazara, molino o fábrica de aceite
ἐ. καὶ ἄρμενα ἐλαιοτροπικάIMylasa 206.3 (II/I a.C.),
ἐ. καὶ πατητήριον συν τοῖς ἐνοῦσι ἀρμένοιςIMylasa 217.18 (II/I a.C.).
ἐ. καὶ ἄρμενα ἐλαιοτροπικάIMylasa 206.3 (II/I a.C.),
ἐ. καὶ πατητήριον συν τοῖς ἐνοῦσι ἀρμένοιςIMylasa 217.18 (II/I a.C.).