< ἐλάφειος
ἐλᾰφηβολία >
ἐλαφή
,
-ῆς, ἡ
piel de ciervo
ἡ δὲ εὔμαρις ..., ἐξ ἐλαφῶν δὲ πεποιημένον (ὑπόδημα)
Poll.7.90.