< ἐλαφρόγειος
ἐλαφρόπους >
ἐλαφρόνοος
,
-ον
• Morfología:
[gen. -οιο Gr.Naz.M.37.1573A]
frívolo
,
veleidoso
ἄνδρες
Phoc.11.2,
παῖς
Nonn.
D
.10.247, cf. Gr.Naz.l.c.