< ἐλαφροτοκία
ἐλαφροφόρος >
ἐλαφροῦμαι
volverse ligero
,
hacerse ágil
τὰ σώματα πυκνοῦται καὶ ἐλαφροῦται
Sch.Hes.
Op
.414b, cf. Sch.A.
Th
.330h, Hsch.s.u.
ἀλεγύνεται
.