< ἐλάσσωσις
ἐλασσωτικός >
ἐλασσωτέον
• Alolema(s):
át.
ἐλαττ-
medic.
hay que reducir
ἐ. ... τὴν ὕλην διὰ τῆς φλεβοτομίας
Archig. en Aët.6.28.