< ἐλασσονέω
ἐλασσονόω >
ἐλασσονότης
,
-ητος, ἡ
• Alolema(s):
át.
ἐλαττ-
cualidad de ser menor
op. μειζονότης
Iambl.
in Nic
.33, Sch.Euc.3.31.