ἐλασμός, -οῦ, ὁ


1 placa, lámina ἐς ἐλασμὸν μολύβδου λεπτὸν ἐγγράψαντες D.C.46.36.4, cf. 57.18.9, de oro macizo como tablero de una mesa, Aristeas 57.

2 cabalgada ὁπόταν ὑπέρτονος γένηται (ὁ ἵππος) ὑπὸ δρόμου καὶ ἐλασμοῦ Hippiatr.1.16.